-
1 ленточный
επ.1. της ταινίας•-ая фабрика. φάμπρικα ταινιοποιΐας•
ленточная машина μηχανή ταινιοκατασκευής•
α• παραγωγή ταινιών. || από ταινία) από κορδέλα•ленточный бант φιόγκος απο (με) κορδέλα.
2. ταινιοειδής, ταινιόμορφος•-ые черви πλατυέλμινθες, ταινιοειδή σκουλήκια.
3. τεχ. με ιμάντα, με λουρί•ленточный транспортёр μεταφορέας με λουρί•
-ая пила πριόνι-κορδέλο:.